ΜΟΓΓΟΛΙΑ
Η χώρα των γαλάζιων ουρανών!
Μογγολία
Ο τρόμος που σκόρπιζαν οι «μογγολικές ορδές» καθώς και οι μύθοι γύρω απ’ αυτές επιζούν εφτακόσια χρόνια, δηλαδή από το 13ο αιώνα, κατά την διάρκεια του οποίου εξαπλώθηκε και άνθισε η πιο μεγάλη αυτοκρατορία «χωρίς διέξοδο στη θάλασσα», μέχρι σήμερα. Η αυτοκρατορία αυτή άρχιζε από την Κίνα, έφτανε μέχρι την Ασία και με τις δυναστείες τις λεγόμενες μικρές, μέχρι την ανατολική Ευρώπη. Οι Μογγόλοι όμως τώρα, είναι ένας ειρηνικός λαός ο οποίος προσπαθεί να αλλάξει τον ποιμενο-νομαδικό τρόπο ζωής του σύμφωνα με τα προγράμματα δημιουργίας βιομηχανιών ή τουλάχιστον βιομηχανίας αγροτικών προϊόντων που τα δύο αλληλοσυγκρουόμενα κομμουνιστικά συστήματα, το ρωσικό και το κινέζικο, έχουν επιλέξει για τα δύο τμήματα της σύγχρονης Μογγολίας: την Εξωτερική (Ανεξάρτητη Λαϊκή Δημοκρατία, με στερεούς πολιτικο-οικονομικούς δεσμούς που δημιουργήθηκαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ανάμεσα στη ΜΟΣΧΑ και στην ΟΥΛΑΝ ΜΠΑΤΟΡ, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας) και την Εσωτερική, που είναι αυτόνομο τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Οι πολιτικο-διοικητικές δομές της Μογγολίας παρουσιάζουν και χαρακτηρίζουν ανάγλυφη την τραγική εθνική περιπέτεια της οποίας ο μογγολικός λαός δεν ήταν ο πρωταγωνιστής, αλλά μάλλον το «αντικείμενο» εξωτερικών πρωτοβουλιών. Ο «ποιμενικός κομμουνισμός» αντικατάστησε την «κοινωνία της στέπας» σε μία χώρα-πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης: σ’ έναν «παράδεισο υπό την σκιά των πυραύλων», φράση που αποτελεί τη σύγχρονη απόδοση της αντίστοιχης παλιάς «υπό την σκιά των λογχών». Στη Μογγολία, η μετάβαση από το φεουδαρχισμό στον κομμουνισμό (ή καλύτερα στη μεταβατική περίοδο από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό) έγινε έξω από τα καθιερωμένα θεωρητικά σχήματα: δεν υπήρξε δηλαδή ο ενδιάμεσος σταθμός του καπιταλισμού. Αν και το πολιτικό-συνταγματικό πλαίσιο έχει υποστεί ριζικές μεταβολές, οι κοινωνικό-οικονομικές υποδομές της Μογγολίας παραμένουν, στην ουσία, ανέπαφες. Οι καμινάδες των εργοστασίων και τα τουβλόχτιστα οικοδομήματα των νέων αστικών εγκαταστάσεων μοιάζουν σαν παρείσακτα στο ομοιόμορφο τοπίο των προσωρινών οικισμών, που αποτελούνται από γιούρτες. Οι γιούρτες είναι μεγάλα κυκλικά αντίσκηνα από κετσέ, με πλαίσιο από καλάμια και ξύλινα πηχάκια, με κρεβάτια που ακουμπούν στα τοιχώματα και χωρίζονται από παραβάν, και με ένα κυκλικό άνοιγμα στο μέσο της σκεπής, που χρησιμεύει σαν φωταγωγός και επιτρέπει ταυτόχρονα την έξοδο του καπνού από τα μαγκάλια και τις σόμπες. Η οικογενειακή ζωή διαδραματίζεται στο κεντρικό μέρος της γιούρτας, στην κουζίνα. Μόλις μπει κανείς μέσα παρατηρεί αμέσως ένα είδος εικονοστασίου που στηρίζεται πάνω σ’ ένα ράφι, σε ευδιάκριτο μέρος, όπου οι άγιες εικόνες εναλλάσσονται με τα πορτραίτα πεθαμένων συγγενών ή συγγενών που βρίσκονται μακριά. Οκτώ Μογγόλοι στους εννέα κατοικούν σε γιούρτες: σ’ αυτές μέσα οι γυναίκες μαγειρεύουν τη σούπα από αρνίσιο κρέας (ένα από τα φαγητά που προτιμούν), φτιάχνουν το «κουμύς» με γάλα φοράδας που τελικά με τη βοήθεια ενζύμων καταλήγει να μοιάζει με γιαούρτι, κατασκευάζουν τυριά, βράζουν φύλλα τσαγιού, υφαίνουν, επεξεργάζονται τα δέρματα των ζώων, ράβουν τα φαρδομάνικα ρούχα και κατασκευάζουν μπότες από κετσέ. Έξω από τις γιούρτες, αν ο καιρός είναι καλός, οι άντρες ασχολούνται με τα ζώα τους, επιδιορθώνουν τα εργαλεία και τροχίζουν τα όπλα. |
Κάθε φορά που ο «σαμάνος», μάγος ιερέας, επισκέπτεται τη γιούρτα, πέφτει σε έκσταση. Έτσι ο ταπεινός κάτοικός της, μπορεί να έρθει σε επαφή με τη θεότητα και με τις «ανώτερες δυνάμεις» ή να γνωρίσει τα μελλούμενα, με τη βοήθεια των μαντικών ικανοτήτων του μάγου ιερέα ο οποίος εξορκίζει και τις αρρώστιες. Τα τελευταία όμως χρόνια, η επιρροή του σαμανισμού, όλο και φθίνει.
Η διαδικασία πολιτικο-κοινωνικής εξέλιξης της Εξωτερικής Μογγολίας υπήρξε πολύ δύσκολη: το 1921, με τη βοήθεια των Σοβιετικών ο κομμουνιστής Σούχε Μπατόρ έβαλε τέλος στην παλιά «τάξη πραγμάτων», διακήρυξε το σοσιαλιστικό λαϊκό καθεστώς. Κράτησε, όμως σαν αρχή του κράτους το «Μεγάλο Χαν» Μπόγντο-Γκέγκεν, «ζώντα Βούδα», ο οποίος, τουλάχιστον τυπικά, διατήρησε την πολιτικο-θρησκευτική αρχηγία.
Η Μογγολία είναι φως, ανοιχτός χώρος και σιωπή που διακόπτεται μονάχα απ’ την κραυγή των «σαρ» ή το ποδοβολητό της αντιλόπης και των ζαρκαδιών. Τίποτα δεν εξηγεί καλύτερα απ’ αυτό το τοπίο το χαρακτήρα των Μογγόλων, τις συνήθειες τους, τα περασμένα μυθικά κατορθώματά τους, που υπονοούνται κι απ’ το όνομά τους που σημαίνει «οι θαρραλέοι»
Πρόσωπο φαρδύ, μάτια σχιστά και κορμοστασιά ρωμαλέα είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν ακόμα και σήμερα τους απογόνους των Τσάρων, που εισέβαλαν στις πεδιάδες της Ευρώπης. Πολλά ακόμα πράγματα παρέμειναν αναλλοίωτα από εκείνη την εποχή: οι σύγχρονοι νομάδες φορούν τα ίδια ρούχα με τους στρατιώτες του Τζένγκις Χαν, καβαλικεύουν τα ίδια άλογα, διατηρούν τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο χαρακτήρα, καθώς και την ίδια παλιά υπερηφάνεια. Οι Μογγόλοι είναι αγνοί, απλοί, εύθυμοι, φιλόξενοι και ειλικρινείς, ταυτόχρονα όμως είναι τεμπέληδες, τραχείς και δεισιδαίμονες. Όμως η πιο χαρακτηριστική πλευρά της ιδιοσυγκρασίας τους είναι το αδάμαστο πνεύμα ελευθερίας.
Οι παραδοσιακοί χοροί αναπαριστάνουν συνήθως σκηνές από μάχες που έγιναν στην αρχαιότητα. Ο χορός συχνά συνοδεύεται και από χορωδιακό τραγούδι. Υπέροχα είναι τα λαϊκά μπαλέτα, ακόμα κι αν έχουν υποστεί τη φθορά του εκμοντερνισμού. Οι Μογγόλοι χρησιμοποιούν περισσότερο τα χέρια τους για να αποδώσουν χορευτικές σκηνές, γιατί εξαιτίας της πολλής ιππασίας ο κορμός και τα κάτω άκρα τους έχουν βαρύνει.
Το αποκορύφωμα της γιορτής αποτελούν τα αθλητικά θεάματα, ανάμεσα στα οποία η πάλι, ή «μπόχι-μπαριλντάν», καταλαμβάνει την πιο εξέχουσα θέση. Όλοι συναθροίζονται στο στάδιο για να επευφημήσουν τους πρωταθλητές τους. Στους αγώνες της ΟΥΛΑΝ ΜΠΑΤΟΡ συμμετέχουν μόνο οι καλύτεροι αθλητές, μετά από αυστηρή επιλογή που γίνεται στις επαρχίες ανάμεσα σε εκατοντάδες παλαιστές. Δεν υπάρχει νέος Μογγόλος που να μην έχει αναμετρηθεί στην πάλη με τους συνομηλίκους του, έξω από τη γιούρτα.
Η διαδικασία πολιτικο-κοινωνικής εξέλιξης της Εξωτερικής Μογγολίας υπήρξε πολύ δύσκολη: το 1921, με τη βοήθεια των Σοβιετικών ο κομμουνιστής Σούχε Μπατόρ έβαλε τέλος στην παλιά «τάξη πραγμάτων», διακήρυξε το σοσιαλιστικό λαϊκό καθεστώς. Κράτησε, όμως σαν αρχή του κράτους το «Μεγάλο Χαν» Μπόγντο-Γκέγκεν, «ζώντα Βούδα», ο οποίος, τουλάχιστον τυπικά, διατήρησε την πολιτικο-θρησκευτική αρχηγία.
Η Μογγολία είναι φως, ανοιχτός χώρος και σιωπή που διακόπτεται μονάχα απ’ την κραυγή των «σαρ» ή το ποδοβολητό της αντιλόπης και των ζαρκαδιών. Τίποτα δεν εξηγεί καλύτερα απ’ αυτό το τοπίο το χαρακτήρα των Μογγόλων, τις συνήθειες τους, τα περασμένα μυθικά κατορθώματά τους, που υπονοούνται κι απ’ το όνομά τους που σημαίνει «οι θαρραλέοι»
Πρόσωπο φαρδύ, μάτια σχιστά και κορμοστασιά ρωμαλέα είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν ακόμα και σήμερα τους απογόνους των Τσάρων, που εισέβαλαν στις πεδιάδες της Ευρώπης. Πολλά ακόμα πράγματα παρέμειναν αναλλοίωτα από εκείνη την εποχή: οι σύγχρονοι νομάδες φορούν τα ίδια ρούχα με τους στρατιώτες του Τζένγκις Χαν, καβαλικεύουν τα ίδια άλογα, διατηρούν τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο χαρακτήρα, καθώς και την ίδια παλιά υπερηφάνεια. Οι Μογγόλοι είναι αγνοί, απλοί, εύθυμοι, φιλόξενοι και ειλικρινείς, ταυτόχρονα όμως είναι τεμπέληδες, τραχείς και δεισιδαίμονες. Όμως η πιο χαρακτηριστική πλευρά της ιδιοσυγκρασίας τους είναι το αδάμαστο πνεύμα ελευθερίας.
Οι παραδοσιακοί χοροί αναπαριστάνουν συνήθως σκηνές από μάχες που έγιναν στην αρχαιότητα. Ο χορός συχνά συνοδεύεται και από χορωδιακό τραγούδι. Υπέροχα είναι τα λαϊκά μπαλέτα, ακόμα κι αν έχουν υποστεί τη φθορά του εκμοντερνισμού. Οι Μογγόλοι χρησιμοποιούν περισσότερο τα χέρια τους για να αποδώσουν χορευτικές σκηνές, γιατί εξαιτίας της πολλής ιππασίας ο κορμός και τα κάτω άκρα τους έχουν βαρύνει.
Το αποκορύφωμα της γιορτής αποτελούν τα αθλητικά θεάματα, ανάμεσα στα οποία η πάλι, ή «μπόχι-μπαριλντάν», καταλαμβάνει την πιο εξέχουσα θέση. Όλοι συναθροίζονται στο στάδιο για να επευφημήσουν τους πρωταθλητές τους. Στους αγώνες της ΟΥΛΑΝ ΜΠΑΤΟΡ συμμετέχουν μόνο οι καλύτεροι αθλητές, μετά από αυστηρή επιλογή που γίνεται στις επαρχίες ανάμεσα σε εκατοντάδες παλαιστές. Δεν υπάρχει νέος Μογγόλος που να μην έχει αναμετρηθεί στην πάλη με τους συνομηλίκους του, έξω από τη γιούρτα.